Παπαρούνα
Παπαρούνα
Η παπαρούνα είναι φυτό ιθαγενές της Ευρώπης, της Βόρειας Αφρικής και των εύκρατων περιοχών της Ασίας, ενώ έχει εγκλιματιστεί στη Βόρεια και τη Νότια Αμερική. Πήρε το όνομά της από την κελτική λέξη «παπά» που σημαίνει «τροφή για μωρά» γιατί οι Κέλτες συνήθιζαν να ανακατεύουν χυμό παπαρούνας στις κρέμες των μωρών, σαν φάρμακο για τις παιδικές αρρώστιες.
Κατά την ελληνική Μυθολογία, όταν ο θεός του Κάτω Κόσμου έκλεψε την Περσεφόνη, την κόρη της θεάς Δήμητρας, εκείνη, θέλοντας να ξεχάσει τον πόνο της, ήπιε ένα δυνατό ποτό φτιαγμένο από ένα είδος παπαρούνας, το αφιόνι. Όταν ξύπνησε η θεά, κατέβηκε στα λιβάδια και έκανε τους κάμπους γόνιμους και τις σοδιές πλούσιες, επιστρέφοντας στους ανθρώπους τα αγαθά της γης.
Ίσως αυτός είναι και ο συμβολικός ρόλος των τριών «καψών» από παπαρούνα που φέρει στο κεφάλι του εδώλιο της υστερομινωϊκής εποχής, το οποίο συνδέεται με την υγεία και τη γονιμότητα.
Στα Ελευσίνια μυστήρια, τα αγάλματα της θεάς ήταν στολισμένα με άνθη παπαρούνας.
Επίσης, χάρη στις ηρεμιστικές και υπνωτικές της ιδιότητες, παρουσίαζαν τον γιο του Άδη, τον Ύπνο και τη θεά Νύχτα με παπαρούνες στα μαλλιά και στα χέρια.
Υπάρχουν πολλά είδη παπαρούνας (100 περίπου) που είτε είναι αυτοφυή λουλούδια των αγρών είτε καλλιεργούνται. Το πιο σημαντικό είδος του γένους είναι η Μήκων η υπνοφόρος. Η Μήκων η υπνοφόρος είναι το μόνο είδος παπαρούνας που καλλιεργείται εμπορικά σε μεγάλη κλίμακα. Καλλιεργείται για φαρμακευτικούς καθώς και για καλλωπιστικούς σκοπούς. Ευδοκιμεί σε καλλιεργημένα χωράφια και στις άκρες των δρόμων.
Στην ελληνική χλωρίδα συναντάμε 10 διαφορετικά είδη του φυτού. Πολλά είδη καλλωπιστικής παπαρούνας καλλιεργούνται με βολβούς, οι οποίοι τοποθετούνται στη γη νωρίς την άνοιξη. Έχει άνθη μεγάλα, κόκκινα στα περισσότερα είδη, με ποδίσκο μακρύ, ακόμα και καλλωπιστικές ποικιλίες με κατακόκκινα, πορφυρά, ρόδινα, σομόν, κίτρινα ή λευκά άνθη.